ξεπουλώ

ξεπουλώ
ξεπούλησα, ξεπουλήθηκα
1. πουλώ όλο το εμπόρευμα ή την περιουσία: Ξεπούλησε όλα τα χωράφια του.
2. πουλώ φτηνά: Στο τέλος θα τα ξεπουλήσουμε όσα μείνουν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξεπουλώ — άω 1. πουλώ εξ ολοκλήρου κτήματα, πράγματα ή εμπορεύματα 2. (για έμπορο) α) εξαντλώ όλα τα εμπορεύματα β) πουλώ ορισμένα είδη σε χαμηλές τιμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ πωλῶ (αόρ. ἐξ επώλησα), βλ. και λ. ξ(ε) ] …   Dictionary of Greek

  • αποπωλώ — ἀποπωλῶ ( έω) (Μ) πουλώ, ξεπουλώ …   Dictionary of Greek

  • εξεμπολώ — ἐξεμπολῶ, άω και ιων. τ. ἐξεμπολέω (Α) 1. κερδίζω από το εμπόριο («ὅποι πλέων ἐξεμπολήσει κέρδος ἤ ξενώσεται», Σοφ.) 2. ξεπουλώ («ἐξεμπολήσας τὸν φόρτον», Δίον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • εξοδιάζω — (I) και ξοδιάζω (AM ἐξοδιάζω) [εξόδιος] ξοδεύω, δαπανώ μσν. νεοελλ. 1. υποβάλλω σε έξοδα 2. (για ζωή, καιρό) περνώ («την ζην μου εξόδιασα στά βάρη») 3. ξεπουλώ 4. θυσιάζομαι 5. διασκορπίζω αρχ. καταβάλλω τα έξοδα, πληρώνω. (II) (Μ ἐξοδιάζω)… …   Dictionary of Greek

  • κανισκεύω — (Μ κανισκεύω και κανισκεύγω) [κανίσκι] στέλνω κανίσκι με δώρα, κάνω δώρο σε κάποιον, χαρίζω μσν. 1. δίνω κάτι χάρισμα, ξεπουλώ κάποιον ή κάτι 2. δωροδοκώ κάποιον …   Dictionary of Greek

  • καταπαλαίω — (AM) 1. καταβάλλω, κατατροπώνω, νικώ κάποιον σε πάλη 2. μτφ. επιβάλλομαι σε κάποιον, υπερνικώ κάποιον ή κάτι, αντικρούω («οἱ λόγοι καταπαλαίουσιν λόγους», Ευρ.) 3. ξεπουλώ κάτι, τό «ξεκάνω», τό διασκορπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παλαίω… …   Dictionary of Greek

  • καταπιπράσκω — (Α) (επιτ. τ. τού πιπράσκω*) πουλώ εξ ολοκλήρου, ξεπουλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πιπράσκω «πουλώ»] …   Dictionary of Greek

  • καταπωλώ — καταπωλῶ, έω (Α) πουλάω τα πάντα, ξεπουλώ …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεκάνω — 1. εκποιώ, ξεπουλώ («ξέκανε όλα τα οικογενειακά κειμήλια») 2. σπαταλώ, δαπανώ εξ ολοκλήρου («ξέκανε τα λεφτά του στα χαρτιά») 3. σκοτώνω κάποιον, εξοντώνω, εξολοθρεύω («ορκίστηκε να βρει τον φονιά και να τόν ξεκάνει») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”