ξεπουλώ — άω 1. πουλώ εξ ολοκλήρου κτήματα, πράγματα ή εμπορεύματα 2. (για έμπορο) α) εξαντλώ όλα τα εμπορεύματα β) πουλώ ορισμένα είδη σε χαμηλές τιμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ πωλῶ (αόρ. ἐξ επώλησα), βλ. και λ. ξ(ε) ] … Dictionary of Greek
αποπωλώ — ἀποπωλῶ ( έω) (Μ) πουλώ, ξεπουλώ … Dictionary of Greek
εξεμπολώ — ἐξεμπολῶ, άω και ιων. τ. ἐξεμπολέω (Α) 1. κερδίζω από το εμπόριο («ὅποι πλέων ἐξεμπολήσει κέρδος ἤ ξενώσεται», Σοφ.) 2. ξεπουλώ («ἐξεμπολήσας τὸν φόρτον», Δίον. Αλ.) … Dictionary of Greek
εξοδιάζω — (I) και ξοδιάζω (AM ἐξοδιάζω) [εξόδιος] ξοδεύω, δαπανώ μσν. νεοελλ. 1. υποβάλλω σε έξοδα 2. (για ζωή, καιρό) περνώ («την ζην μου εξόδιασα στά βάρη») 3. ξεπουλώ 4. θυσιάζομαι 5. διασκορπίζω αρχ. καταβάλλω τα έξοδα, πληρώνω. (II) (Μ ἐξοδιάζω)… … Dictionary of Greek
κανισκεύω — (Μ κανισκεύω και κανισκεύγω) [κανίσκι] στέλνω κανίσκι με δώρα, κάνω δώρο σε κάποιον, χαρίζω μσν. 1. δίνω κάτι χάρισμα, ξεπουλώ κάποιον ή κάτι 2. δωροδοκώ κάποιον … Dictionary of Greek
καταπαλαίω — (AM) 1. καταβάλλω, κατατροπώνω, νικώ κάποιον σε πάλη 2. μτφ. επιβάλλομαι σε κάποιον, υπερνικώ κάποιον ή κάτι, αντικρούω («οἱ λόγοι καταπαλαίουσιν λόγους», Ευρ.) 3. ξεπουλώ κάτι, τό «ξεκάνω», τό διασκορπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παλαίω… … Dictionary of Greek
καταπιπράσκω — (Α) (επιτ. τ. τού πιπράσκω*) πουλώ εξ ολοκλήρου, ξεπουλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πιπράσκω «πουλώ»] … Dictionary of Greek
καταπωλώ — καταπωλῶ, έω (Α) πουλάω τα πάντα, ξεπουλώ … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεκάνω — 1. εκποιώ, ξεπουλώ («ξέκανε όλα τα οικογενειακά κειμήλια») 2. σπαταλώ, δαπανώ εξ ολοκλήρου («ξέκανε τα λεφτά του στα χαρτιά») 3. σκοτώνω κάποιον, εξοντώνω, εξολοθρεύω («ορκίστηκε να βρει τον φονιά και να τόν ξεκάνει») … Dictionary of Greek